- στρατουλίζω
- Ν [στρατούλα](για νήπια) αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρατουλίζω — στρατούλισα, κάνω στράτα, κάνω τα πρώτα βήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατούλισμα — το, Ν [στρατουλίζω] (για νήπιο) στρατούλα … Dictionary of Greek